πολύφεγγος

πολύφεγγος
Όνομα μεσαιωνικής πόλης της Αργολίδας, που βρισκόταν κοντά στον αρχαίο Φλαούντα στο όρος Μεγαλοβούνι. Αναφέρεται και σαν έδρα επισκοπής, άλλοτε της μητρόπολης Κορινθίας και άλλοτε ενωμένη με την επισκοπή Δαμαλά. Τον 14o αι. μ.Χ. ήταν γνωστή με την ονομασία Άγιος Γεώργιος Πολυφέγγους. Ορισμένοι ιστορικοί ερευνητές προσδιορίζουν την ακριβή θέση της εκεί που σήμερα είναι η Νεμέα.
* * *
-η, -ο / πολύφεγγος, -ον, ΝΜΑ
πολύ λαμπρός, φωτεινός, πολυφεγγής*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -φεγγος (< φέγγος), πρβλ. ηλιό-φεγγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολύφεγγος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”